- Πεντελικό
- τοβουνό της Αττικής, αλλιώς Πεντέλη, η.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Πεντέλη ή Πεντελικό — Βουνό της Αττικής, το δεύτερο σε ύψος (1.107 μ.) μετά την Πάρνηθα (1.410 μ.), στα ΒΔ του λεκανοπεδίου των Αθηνών, το οποίο και περικλείει μαζί με το Αιγάλεω, την Πάρνηθα και τον Υμηττό. Ουσιαστικό στοιχείο του απαράμιλλου αττικού τοπίου, η Π.… … Dictionary of Greek
Μεσόγεια — Πεδιάδα της Αττικής (μήκος 25 χλμ., πλάτος περίπου 14 χλμ., κατώτερο υψόμ. 228 μ.) ΝΑ της Αθήνας, η αρχαία Μεσόγαια ή Μεσογαία. Συνδέεται με το λεκανοπέδιο της Αττικής στον μεγάλο αυχένα ανάμεσα στα βουνά Υμηττός και Πεντελικό, όπου βρίσκεται το… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Τεγέας — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Τεγέας χτίστηκε στις αρχές του 20ού αι. στο χωριό Αλέα. Η συλλογή του περιλαμβάνει ευρήματα από τα νεολιθικά έως και τα βυζαντινά χρόνια. Τα πρωιμότερα ευρήματα που εκτίθενται στο μουσείο προέρχονται από τις περιοχές… … Dictionary of Greek
Penteliko Mountain — Mount Pentelikon redirects here. For the steamship, see SS Mount Pentelikon. Penteliko or Penteli (Πεντελικό Όρος, Πεντέλη) Pentelicus or Pentelikos, Vrilissos or Vrilittos and Mendeli … Wikipedia
АТТИКА — • Attĭca, ή Άττική (от ακτή, вместо ακτική), называлась раньше также Άκτή, «прибрежная страна», а у поэтов Μοψοπία, или Ίωνία, или Ποσειδωνια и была важнейшей из 8 областей, составлявших собственную (среднюю) Элладу. Она имела форму … Реальный словарь классических древностей
αγορανόμιον — ἀγορανόμιον και αγορανομείον / ἀγορανομεῑον, το (Α) [ἀγορανόμος] 1. αρχείο ή δικαστήριο τών αγορανόμων «ἀναγραψάντων ἅ τε χρὴ ποιεῑν καὶ ἃ μὴ καὶ πρόσθεν τοῡ ἀγορανομίου θέντων ἐν στήλῃ» (Πλάτων Νόμοι 917e) 2. τα συμβολαιογραφικά τέλη (σε… … Dictionary of Greek
ακτίτης — I Αυτός που κατοικεί στην ακτή, στην παραλία. Επίσης, το πεντελικό μάρμαρο ή ο λίθος που προέρχεται από την πειραϊκή ακτή. (Ορυκτ.) Σκληρός, υπόλευκος ασβεστόλιθος που περιέχει απολιθώματα θαλάσσιων μαλακίων. Βρίσκεται στην Αττική (Ακτή παλαιά,… … Dictionary of Greek
γιατρός — Εκείνος που ασκεί την ιατρική ως επάγγελμα. Στην Ελλάδα, το δικαίωμα άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος έχουν όσοι συμπληρώνουν με επιτυχία τον εξαετή κύκλο των σχετικών πανεπιστημιακών σπουδών στις ιατρικές σχολές της χώρας μας ή στις σχολές… … Dictionary of Greek
πεντελικός — ή, ό / Πεντεληκός ή Πεντελεικός, ή, όν, ΝΑ [Πεντέλη] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο όρος Πεντέλη ή αυτός που προέρχεται από το όρος Πεντέλη («πεντελικό μάρμαρο») … Dictionary of Greek
Ανδρόνικος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστορικός του 5ου αι. π.Χ. 2. Τραγικός υποκριτής (4ος αι. π.Χ.). Δάσκαλος του Δημοσθένη στην τέχνη της απαγγελίας. 3. Α. ο Ολύνθιος (4ος αι. π.Χ.). Πήρε μέρος σε όλη την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Διετέλεσε… … Dictionary of Greek